ἀπελευθέρους

ἀπελευθέρους
ἀπελεύθερος
restored to freedom
masc acc pl
ἀ̱πελευθέρους , ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… …   Dictionary of Greek

  • κολουμβάριο — Οστεοφυλάκιο των ρωμαϊκών και των ετρουσκικών νεκροταφείων. Στην κυριολεξία σημαίνει περιστεριώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τις υπόγειες κρύπτες, οι τοίχοι των οποίων ήταν γεμάτοι από μικρές κόγχες, τοποθετημένες σε σειρές, η μία… …   Dictionary of Greek

  • απελευθερικός — ἀπελευθερικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθἐρων 2. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους …   Dictionary of Greek

  • δημοποίητος — δημοποίητος, ον (Α) (για ξένους ή απελεύθερους) αυτός που πολιτογραφήθηκε, που έγινε πολίτης …   Dictionary of Greek

  • εξελευθερικός — ἐξελευθερικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί») …   Dictionary of Greek

  • ιστρίων — ἱστρίων, ωνος, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ ἱστρίωνες (στην αρχαία Ρώμη) ηθοποιοί που κατά την πλειονότητά τους προέρχονταν από τους απελευθέρους, ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς και πρωτοεμφανίστηκαν τον 1ο π.Χ. αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου,… …   Dictionary of Greek

  • λέκτορας — Ονομασία που έδιναν οι Ρωμαίοι στους εγγράμματους δούλους ή απελεύθερους, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο του αναγνώστη. Επίσης, λ. ονομάζεται αυτός που βρίσκεται στην κατώτερη βαθμίδα του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού των… …   Dictionary of Greek

  • υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • φρυγικός — ή, ό / φρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φρυγία] φρύγιος (II) νεοελλ. μσν. «φρυγική δυναστεία» δυναστεία που εγκαθιδρύθηκε στον θρόνο τού Βυζαντίου από τον Μιχαήλ Τραυλό και έκλεισε με την βασιλεία τού Μιχαήλ Γ΄, δηλαδή από το 820 έως το 867, αλλ. δυναστεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”